- κόλλυβα
- κόλλυβονsmall coinneut nom/voc/acc plκόλλυβοςsmall coinneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόλλυβα — Παρασκεύασμα από βρασμένο σιτάρι, που συμπληρώνεται με κόκκους σταφίδας, ροδιού, τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, φύλλα μαϊντανού κ.ά. και ανακατεύεται με καβουρντισμένο αλεύρι και ζάχαρη. Τοποθετείται σε δίσκους και αποτελεί προσφορά στους νεκρούς… … Dictionary of Greek
κόλλυβα — τα βρασμένο στάρι ανάμειχτο με σταφίδα, ζάχαρη κ.ά., που φέρνεται στην εκκλησία σε δίσκο κατά τα μνημόσυνα και μοιράζεται στους εκκλησιαζόμενους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπάψιμο — το 1. άρτος που ευλογείται από τον ιερέα και τρώγεται με (ή χωρίς) κρασί και κόλλυβα στα μνημόσυνα υπέρ αναπαύσεως τής ψυχής τού νεκρού 2. στον πληθ. τα αναπαψίματα κόλλυβα τών μνημοσύνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαύσιμος. ΠΑΡ. αναπαψιμάρι] … Dictionary of Greek
σπερνός — ή, ό, Ν 1. εσπερινός, βραδινός 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο σπερνός ή το σπερνό η ακολουθία τού εσπερινού 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπερνά α) τα κόλλυβα νεκρών β) βρασμένο σιτάρι, διακοσμημένο σαν τα κόλλυβα προς τιμήν ορισμένων αγίων.… … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Koliva — Colivă from wheat seeds with raisins Koliva (also transliterated Kollyva) (Greek, κόλλυβα, kólliva; Serbian, кољиво, koljivo; Romanian, colivă; Bulgarian, коливо, kolivo) is boiled wheat which is used liturgically in the Eastern Orthodox and… … Wikipedia
Koliva — de cereales. Koliva (también transliterado a veces como Kolyva) (griego, κόλλυβα, kólliva; serbio, кољиво, koljivo; rumano, colivă; búlgaro, коливо, kolivo) es grano de trigo cocido que se emplea en la liturgia Ortodoxa y en las Iglesi … Wikipedia Español
Κολλυβάδες — Κίνημα μοναχών που αναπτύχθηκε στο Άγιον Όρος κατά τον 18o και τον 19o αι., τα μέλη του οποίου, παραμένοντας πιστά στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, αντιδρούσαν στη συνήθεια να τελούνται μνημόσυνα και να προσφέρονται κόλλυβα την ημέρα της… … Dictionary of Greek
άγια — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 3.027 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Αποτελεί έδρα του δήμου Αγιάς. H Α. είναι χτισμένη ανάμεσα στην Όσσα και το Μαυροβούνι μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα νερά. 2.… … Dictionary of Greek
αγιοθοδωρίζω — (από το όνομα τού αγίου Θεοδώρου τού Τήρωνος, τού οποίου η ανάμνηση θαύματος γιορτάζεται με κόλλυβα το Σάββατο τής α΄ εβδομάδας τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής) 1. νηστεύω τις τρεις πρώτες μέρες τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δηλ. από την Καθαρή Δευτέρα ώς … Dictionary of Greek